- σελέμικος
- asalak, otlakçı, parazit
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
σελέμικος — η, ο, θηλ. και ια, Ν [σελέμης] αυτός που αρμόζει σε σελέμη, παρασιτικός («σελέμικο φέρσιμο») επίρρ... σελέμικα Ν με τρόπο σελέμικο, παρασιτικά («ζει σελέμικα») … Dictionary of Greek
σελέμικος — η, ο επίρρ. α αυτός που ταιριάζει σε σελέμη, ο παρασιτικός: Σελέμικη ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)